Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόρρυτος2
νεορρύφητος
νέορτος
νεός
νέος
νεοσίγαλος
νεοσκαφής
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
νεόσπειστος
νεόσπορος
νεοσσεία
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεόσσιον
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
View word page
νεοσπαδής
newly drawn
ShortDef
newly drawn
Debugging
Headword:
νεοσπαδής
Headword (normalized):
νεοσπαδής
Headword (normalized/stripped):
νεοσπαδης
IDX:
59190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59191
Key:
Data
{'content': 'newly drawn'}