Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
Ἀνακτόριον
Ἀνακτόριος
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
View word page
ἀνακτητέος
able to be recovered

ShortDef

able to be recovered

Debugging

Headword:
ἀνακτητέος
Headword (normalized):
ἀνακτητέος
Headword (normalized/stripped):
ανακτητεος
IDX:
5918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5919
Key:

Data

{'content': 'able to be recovered'}