Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόρραντος
νεορραφής
νεόρρυτος
νεόρρυτος2
νεορρύφητος
νέορτος
νεός
νέος
νεοσίγαλος
νεοσκαφής
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
νεόσπειστος
νεόσπορος
νεοσσεία
νεοσσεύω
νεοσσιά
View word page
νεοσκύλευτος
newly taken as booty

ShortDef

newly taken as booty

Debugging

Headword:
νεοσκύλευτος
Headword (normalized):
νεοσκύλευτος
Headword (normalized/stripped):
νεοσκυλευτος
IDX:
59187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59188
Key:

Data

{'content': 'newly taken as booty'}