Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοπυρίητος
νέοργος
νεορραγής
νεόρραντος
νεορραφής
νεόρρυτος
νεόρρυτος2
νεορρύφητος
νέορτος
νεός
νέος
νεοσίγαλος
νεοσκαφής
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
νεόσπειστος
νεόσπορος
View word page
νέος
young, youthful
ShortDef
young, youthful
Debugging
Headword:
νέος
Headword (normalized):
νέος
Headword (normalized/stripped):
νεος
IDX:
59184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59185
Key:
Data
{'content': 'young, youthful'}