Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοπτορθής
νεοπυρίητος
νέοργος
νεορραγής
νεόρραντος
νεορραφής
νεόρρυτος
νεόρρυτος2
νεορρύφητος
νέορτος
νεός
νέος
νεοσίγαλος
νεοσκαφής
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
νεόσπειστος
View word page
νεός
fallow

ShortDef

fallow

Debugging

Headword:
νεός
Headword (normalized):
νεός
Headword (normalized/stripped):
νεος
IDX:
59183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59184
Key:

Data

{'content': 'fallow'}