Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόπτολις
νεοπτορθής
νεοπυρίητος
νέοργος
νεορραγής
νεόρραντος
νεορραφής
νεόρρυτος
νεόρρυτος2
νεορρύφητος
νέορτος
νεός
νέος
νεοσίγαλος
νεοσκαφής
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
View word page
νέορτος
newly arisen, new
ShortDef
newly arisen, new
Debugging
Headword:
νέορτος
Headword (normalized):
νέορτος
Headword (normalized/stripped):
νεορτος
IDX:
59182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59183
Key:
Data
{'content': 'newly arisen, new'}