Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεοπτορθής
νεοπυρίητος
νέοργος
νεορραγής
νεόρραντος
νεορραφής
νεόρρυτος
νεόρρυτος2
νεορρύφητος
νέορτος
νεός
νέος
νεοσίγαλος
νεοσκαφής
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
View word page
νεόρρυτος
fresh-flowing
ShortDef
fresh-flowing
newly drawn
Debugging
Headword:
νεόρρυτος
Headword (normalized):
νεόρρυτος
Headword (normalized/stripped):
νεορρυτος
IDX:
59179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59180
Key:
Data
{'content': 'fresh-flowing'}