Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεοπτορθής
νεοπυρίητος
νέοργος
νεορραγής
νεόρραντος
νεορραφής
νεόρρυτος
νεόρρυτος2
νεορρύφητος
νέορτος
νεός
νέος
νεοσίγαλος
View word page
νέοργος
freshened, invigorated

ShortDef

freshened, invigorated

Debugging

Headword:
νέοργος
Headword (normalized):
νέοργος
Headword (normalized/stripped):
νεοργος
IDX:
59175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59176
Key:

Data

{'content': 'freshened, invigorated'}