Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεοπτορθής
νεοπυρίητος
νέοργος
νεορραγής
νεόρραντος
νεορραφής
νεόρρυτος
νεόρρυτος2
νεορρύφητος
νέορτος
νεός
View word page
νεοπτορθής
with new branches

ShortDef

with new branches

Debugging

Headword:
νεοπτορθής
Headword (normalized):
νεοπτορθής
Headword (normalized/stripped):
νεοπτορθης
IDX:
59173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59174
Key:

Data

{'content': 'with new branches'}