Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεοπτορθής
νεοπυρίητος
νέοργος
νεορραγής
νεόρραντος
νεορραφής
νεόρρυτος
νεόρρυτος2
νεορρύφητος
View word page
Νεοπτόλεμος
Neoptolemus, ‘new-warrior’
ShortDef
Neoptolemus, ‘new-warrior’
Debugging
Headword:
Νεοπτόλεμος
Headword (normalized):
νεοπτόλεμος
Headword (normalized/stripped):
νεοπτολεμος
IDX:
59171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59172
Key:
Data
{'content': 'Neoptolemus, ‘new-warrior’'}