Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεοπτορθής
νεοπυρίητος
νέοργος
νεορραγής
νεόρραντος
νεορραφής
View word page
νεόποτος
having lately drunk

ShortDef

having lately drunk

Debugging

Headword:
νεόποτος
Headword (normalized):
νεόποτος
Headword (normalized/stripped):
νεοποτος
IDX:
59168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59169
Key:

Data

{'content': 'having lately drunk'}