Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεοπτορθής
νεοπυρίητος
View word page
νεόποκος
newly shorn

ShortDef

newly shorn

Debugging

Headword:
νεόποκος
Headword (normalized):
νεόποκος
Headword (normalized/stripped):
νεοποκος
IDX:
59164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59165
Key:

Data

{'content': 'newly shorn'}