Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεοπτορθής
View word page
νεοποιός
one who ploughs up fallow land
ShortDef
one who ploughs up fallow land
Debugging
Headword:
νεοποιός
Headword (normalized):
νεοποιός
Headword (normalized/stripped):
νεοποιος
IDX:
59163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59164
Key:
Data
{'content': 'one who ploughs up fallow land'}