Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
View word page
νεοποίητος
newly made, renewed

ShortDef

newly made, renewed

Debugging

Headword:
νεοποίητος
Headword (normalized):
νεοποίητος
Headword (normalized/stripped):
νεοποιητος
IDX:
59162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59163
Key:

Data

{'content': 'newly made, renewed'}