Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
View word page
νεοποιέω
renovate, make young again
ShortDef
renovate, make young again
Debugging
Headword:
νεοποιέω
Headword (normalized):
νεοποιέω
Headword (normalized/stripped):
νεοποιεω
IDX:
59161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59162
Key:
Data
{'content': 'renovate, make young again'}