Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπρεπής
View word page
νεόπνευστος
newly revived
ShortDef
newly revived
Debugging
Headword:
νεόπνευστος
Headword (normalized):
νεόπνευστος
Headword (normalized/stripped):
νεοπνευστος
IDX:
59159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59160
Key:
Data
{'content': 'newly revived'}