Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
Ἀνακτόριον
View word page
ἀνακτένισμα
carding, screening, sifting

ShortDef

carding, screening, sifting

Debugging

Headword:
ἀνακτένισμα
Headword (normalized):
ἀνακτένισμα
Headword (normalized/stripped):
ανακτενισμα
IDX:
5915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5916
Key:

Data

{'content': 'carding, screening, sifting'}