Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
View word page
νεόπλυτος
newly washen

ShortDef

newly washen

Debugging

Headword:
νεόπλυτος
Headword (normalized):
νεόπλυτος
Headword (normalized/stripped):
νεοπλυτος
IDX:
59158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59159
Key:

Data

{'content': 'newly washen'}