Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
View word page
νεοπλουτοπόνηρος
wicked from new-gotten wealth
ShortDef
wicked from new-gotten wealth
Debugging
Headword:
νεοπλουτοπόνηρος
Headword (normalized):
νεοπλουτοπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
νεοπλουτοπονηρος
IDX:
59156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59157
Key:
Data
{'content': 'wicked from new-gotten wealth'}