Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
View word page
νεοπλεκής
new-plaited
ShortDef
new-plaited
Debugging
Headword:
νεοπλεκής
Headword (normalized):
νεοπλεκής
Headword (normalized/stripped):
νεοπλεκης
IDX:
59155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59156
Key:
Data
{'content': 'new-plaited'}