Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίητος
νεοποιός
View word page
νεόπηκτος
fresh curdled, fresh made (νεοπηγής LSJ)
ShortDef
fresh curdled, fresh made (νεοπηγής LSJ)
Debugging
Headword:
νεόπηκτος
Headword (normalized):
νεόπηκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοπηκτος
IDX:
59153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59154
Key:
Data
{'content': 'fresh curdled, fresh made (νεοπηγής LSJ)'}