Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
View word page
νεόπεπτος
newly baked
ShortDef
newly baked
Debugging
Headword:
νεόπεπτος
Headword (normalized):
νεόπεπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοπεπτος
IDX:
59150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59151
Key:
Data
{'content': 'newly baked'}