Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόπνευστος
View word page
νεοπέπειρος
just ripe
ShortDef
just ripe
Debugging
Headword:
νεοπέπειρος
Headword (normalized):
νεοπέπειρος
Headword (normalized/stripped):
νεοπεπειρος
IDX:
59149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59150
Key:
Data
{'content': 'just ripe'}