Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
View word page
ἀνακτάομαι
to regain for oneself, get back again, recover
ShortDef
to regain for oneself, get back again, recover
Debugging
Headword:
ἀνακτάομαι
Headword (normalized):
ἀνακτάομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακταομαι
IDX:
5914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5915
Key:
Data
{'content': 'to regain for oneself, get back again, recover'}