Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
View word page
νεοπενθής
fresh-mourning
ShortDef
fresh-mourning
Debugging
Headword:
νεοπενθής
Headword (normalized):
νεοπενθής
Headword (normalized/stripped):
νεοπενθης
IDX:
59148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59149
Key:
Data
{'content': 'fresh-mourning'}