Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
View word page
νεοπαθής
in new sorrow, fresh-mourning

ShortDef

in new sorrow, fresh-mourning

Debugging

Headword:
νεοπαθής
Headword (normalized):
νεοπαθής
Headword (normalized/stripped):
νεοπαθης
IDX:
59146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59147
Key:

Data

{'content': 'in new sorrow, fresh-mourning'}