Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεοπλαστής
View word page
νεόξεστος
newly polished

ShortDef

newly polished

Debugging

Headword:
νεόξεστος
Headword (normalized):
νεόξεστος
Headword (normalized/stripped):
νεοξεστος
IDX:
59144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59145
Key:

Data

{'content': 'newly polished'}