Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
View word page
νεόνυμφος
newly married
ShortDef
newly married
Debugging
Headword:
νεόνυμφος
Headword (normalized):
νεόνυμφος
Headword (normalized/stripped):
νεονυμφος
IDX:
59142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59143
Key:
Data
{'content': 'newly married'}