Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
View word page
νεομορφοτύπωτος
in a newfangled shape

ShortDef

in a newfangled shape

Debugging

Headword:
νεομορφοτύπωτος
Headword (normalized):
νεομορφοτύπωτος
Headword (normalized/stripped):
νεομορφοτυπωτος
IDX:
59140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59141
Key:

Data

{'content': 'in a newfangled shape'}