Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
View word page
νεόμηνι
at the new moon
ShortDef
at the new moon
Debugging
Headword:
νεόμηνι
Headword (normalized):
νεόμηνι
Headword (normalized/stripped):
νεομηνι
IDX:
59139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59140
Key:
Data
{'content': 'at the new moon'}