Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτόρεος
View word page
ἀνακρωτηρίαστος
unmutilated

ShortDef

unmutilated

Debugging

Headword:
ἀνακρωτηρίαστος
Headword (normalized):
ἀνακρωτηρίαστος
Headword (normalized/stripped):
ανακρωτηριαστος
IDX:
5913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5914
Key:

Data

{'content': 'unmutilated'}