Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
View word page
νεομάλακτος
fresh-kneaded
ShortDef
fresh-kneaded
Debugging
Headword:
νεομάλακτος
Headword (normalized):
νεομάλακτος
Headword (normalized/stripped):
νεομαλακτος
IDX:
59138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59139
Key:
Data
{'content': 'fresh-kneaded'}