Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
View word page
νεολώφητος
having just left off

ShortDef

having just left off

Debugging

Headword:
νεολώφητος
Headword (normalized):
νεολώφητος
Headword (normalized/stripped):
νεολωφητος
IDX:
59136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59137
Key:

Data

{'content': 'having just left off'}