Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
View word page
νεόλυτος
resolved in a new fashion

ShortDef

resolved in a new fashion

Debugging

Headword:
νεόλυτος
Headword (normalized):
νεόλυτος
Headword (normalized/stripped):
νεολυτος
IDX:
59135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59136
Key:

Data

{'content': 'resolved in a new fashion'}