Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
View word page
νεόλουτος
just bathed

ShortDef

just bathed

Debugging

Headword:
νεόλουτος
Headword (normalized):
νεόλουτος
Headword (normalized/stripped):
νεολουτος
IDX:
59134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59135
Key:

Data

{'content': 'just bathed'}