Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
View word page
νεόληπτος
newly taken
ShortDef
newly taken
Debugging
Headword:
νεόληπτος
Headword (normalized):
νεόληπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοληπτος
IDX:
59133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59134
Key:
Data
{'content': 'newly taken'}