Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
View word page
νεόλεκτος
newly enlisted, recruit

ShortDef

newly enlisted, recruit

Debugging

Headword:
νεόλεκτος
Headword (normalized):
νεόλεκτος
Headword (normalized/stripped):
νεολεκτος
IDX:
59131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59132
Key:

Data

{'content': 'newly enlisted, recruit'}