Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομορφοτύπωτος
View word page
νεολαμπής
shining anew

ShortDef

shining anew

Debugging

Headword:
νεολαμπής
Headword (normalized):
νεολαμπής
Headword (normalized/stripped):
νεολαμπης
IDX:
59130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59131
Key:

Data

{'content': 'shining anew'}