Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
View word page
ἀνακρούω
to push back, stop short, check
ShortDef
to push back, stop short, check
Debugging
Headword:
ἀνακρούω
Headword (normalized):
ἀνακρούω
Headword (normalized/stripped):
ανακρουω
IDX:
5912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5913
Key:
Data
{'content': 'to push back, stop short, check'}