Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
View word page
νεόκτονος
lately
ShortDef
lately
Debugging
Headword:
νεόκτονος
Headword (normalized):
νεόκτονος
Headword (normalized/stripped):
νεοκτονος
IDX:
59126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59127
Key:
Data
{'content': 'lately'}