Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
View word page
νεόκτιστος
newly founded

ShortDef

newly founded

Debugging

Headword:
νεόκτιστος
Headword (normalized):
νεόκτιστος
Headword (normalized/stripped):
νεοκτιστος
IDX:
59125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59126
Key:

Data

{'content': 'newly founded'}