Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
View word page
νεόκτητος
newly gained
ShortDef
newly gained
Debugging
Headword:
νεόκτητος
Headword (normalized):
νεόκτητος
Headword (normalized/stripped):
νεοκτητος
IDX:
59124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59125
Key:
Data
{'content': 'newly gained'}