Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
νεολαία
νεολαμπής
View word page
νεοκράς
newly mixed
ShortDef
newly mixed
Debugging
Headword:
νεοκράς
Headword (normalized):
νεοκράς
Headword (normalized/stripped):
νεοκρας
IDX:
59120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59121
Key:
Data
{'content': 'newly mixed'}