Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
Νεόκωμον
Νεόκωμος
View word page
νεόκουρος
newly shorn
ShortDef
newly shorn
Debugging
Headword:
νεόκουρος
Headword (normalized):
νεόκουρος
Headword (normalized/stripped):
νεοκουρος
IDX:
59118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59119
Key:
Data
{'content': 'newly shorn'}