Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
νεόκτητος
νεόκτιστος
νεόκτονος
View word page
νεόκοπτος
fresh-chiselled

ShortDef

fresh-chiselled

Debugging

Headword:
νεόκοπτος
Headword (normalized):
νεόκοπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκοπτος
IDX:
59116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59117
Key:

Data

{'content': 'fresh-chiselled'}