Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
νεόκτητος
View word page
νεοκονίατος
newly whitewashed

ShortDef

newly whitewashed

Debugging

Headword:
νεοκονίατος
Headword (normalized):
νεοκονίατος
Headword (normalized/stripped):
νεοκονιατος
IDX:
59114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59115
Key:

Data

{'content': 'newly whitewashed'}