Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
νεόκροτος
View word page
νεόκμητος
just slain
ShortDef
just slain
Debugging
Headword:
νεόκμητος
Headword (normalized):
νεόκμητος
Headword (normalized/stripped):
νεοκμητος
IDX:
59113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59114
Key:
Data
{'content': 'just slain'}