Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
νεόκριτος
View word page
νεοκμής
fresh, with unimpaired strength

ShortDef

fresh, with unimpaired strength

Debugging

Headword:
νεοκμής
Headword (normalized):
νεοκμής
Headword (normalized/stripped):
νεοκμης
IDX:
59112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59113
Key:

Data

{'content': 'fresh, with unimpaired strength'}