Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
Νεόκρητες
View word page
νεόκλωστος
fresh spun

ShortDef

fresh spun

Debugging

Headword:
νεόκλωστος
Headword (normalized):
νεόκλωστος
Headword (normalized/stripped):
νεοκλωστος
IDX:
59111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59112
Key:

Data

{'content': 'fresh spun'}