Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
View word page
νεοκληρόνομος
having lately inherited

ShortDef

having lately inherited

Debugging

Headword:
νεοκληρόνομος
Headword (normalized):
νεοκληρόνομος
Headword (normalized/stripped):
νεοκληρονομος
IDX:
59109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59110
Key:

Data

{'content': 'having lately inherited'}